φωνογραφικός

φωνογραφικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή το φωνογράφο (βλ. λ.): Φωνογραφικοί δίσκοι (οι δίσκοι του γραμμοφώνου).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • φωνογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φωνογραφία ή στον φωνογράφο (α. «φωνογραφικοί δίσκοι» οι δίσκοι τού φωνογράφου β. «φωνογραφική απόδοση»). επίρρ... φωνογραφικώς και φωνογραφικά Ν από φωνογραφική άποψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνογράφος ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”